παραμπαίνω

παραμπαίνω
1. εισέρχομαι, μπαίνω σε έναν χώρο πολύ ή συχνά («τα ζώα του παραμπαίνουν στο χωράφι μου»)
2. (για ένδυμα) μικραίνουν πολύ οι διαστάσεις μου μετά από πλύσιμο, στενεύω ή κονταίνω πάρα πολύ («παραμπήκε η μπλούζα από τα πολλά πλυσίματα»)
3. φρ. α) «μού παραμπαίνει» ή «μού παραμπαίνει στη μύτη [ή στο ρουθούνι]» — μέ ενοχλεί με τη συμπεριφορά του ή με τα λόγια του, γίνεται πάρα πολύ φορτικός
β) «παραμπαίνει στο νόημα»
(με ειρων. σημ.) αντιλαμβάνεται, κατανοεί γρήγορα ή ορθά τα λεγόμενα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραμπαίνω — παραμπήκα, παραμπασμένος 1. μπαίνω κάπου πολύ συχνά ή περισσότερο από όσο πρέπει: Παραμπαίνει στο σπίτι σας ο νέος και η γειτονιά άρχισε να κουτσομπολεύει. 2. παρενοχλώ κάποιον: Του παραμπαίνεις του συνεταίρου σου και φοβούμαι πως θα τα χαλάσετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραχώνω — παράχωσα, παραχώθηκα, παραχωμένος 1. σκεπάζω με χώμα, θάβω: Ακόμα βρίσκονται πού και πού παραχωμένες νάρκες. – Σκότωσαν τους άντρες του χωριού και τους παράχωσαν σ ένα λάκκο. 2. χώνω εξαιρετικά μέσα, πολύ βαθιά: Το παράχωσες το καρφί στον τοίχο.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”