- παραμπαίνω
- 1. εισέρχομαι, μπαίνω σε έναν χώρο πολύ ή συχνά («τα ζώα του παραμπαίνουν στο χωράφι μου»)2. (για ένδυμα) μικραίνουν πολύ οι διαστάσεις μου μετά από πλύσιμο, στενεύω ή κονταίνω πάρα πολύ («παραμπήκε η μπλούζα από τα πολλά πλυσίματα»)3. φρ. α) «μού παραμπαίνει» ή «μού παραμπαίνει στη μύτη [ή στο ρουθούνι]» — μέ ενοχλεί με τη συμπεριφορά του ή με τα λόγια του, γίνεται πάρα πολύ φορτικόςβ) «παραμπαίνει στο νόημα»(με ειρων. σημ.) αντιλαμβάνεται, κατανοεί γρήγορα ή ορθά τα λεγόμενα.
Dictionary of Greek. 2013.